παραμυθού

παραμυθού
η
βλ. παραμυθάς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραμυθοῦ — παραμυθέομαι encourage pres imperat mp 2nd sg (attic) παραμῡθοῦ , παραμυθέομαι encourage pres imperat mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραμυθάς — ο, θηλ. παραμυθού 1. άτομο προικισμένο με την ικανότητα να αφηγείται παραμύθια με ωραίο τρόπο 2. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη συγγραφή και τη διήγηση παραμυθιών, μυθογράφος 3. αυτός που συνηθίζει να διηγείται φανταστικές και ψεύτικες ιστορίες… …   Dictionary of Greek

  • παραμυθάς — ο πληθ. άδες, θηλ. παραμυθού πληθ. ούδες, αυτός που λέει πολλά παραμύθια, ο ψεύτης, ο πλάνος: Όλο θα, και θα, και θα, πάψε, βρε παραμυθά (λαϊκό τραγ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”